ἀκεσώδυνος

ἀκεσώδυνος
ἀκεσώδυνος
allaying pain
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ακεσώδυνος — ἀκεσώδυνος, ον (Α) αυτός που καταπραΰνει τους πόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι + ώδυνος < ὀδυνη] …   Dictionary of Greek

  • ἀκεσώδυνον — ἀκεσώδυνος allaying pain masc/fem acc sg ἀκεσώδυνος allaying pain neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκεσωδύνοις — ἀκεσώδυνος allaying pain masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκεσωδύνου — ἀκεσώδυνος allaying pain masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκεσωδύνους — ἀκεσώδυνος allaying pain masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκεσωδύνῳ — ἀκεσώδυνος allaying pain masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκεσώδυνα — ἀκεσώδυνος allaying pain neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκεσώδυνε — ἀκεσώδυνος allaying pain masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακέομαι — ἀκέομαι (Α) 1. θεραπεύω, περιποιούμαι «ἕλκος ἄκεσσαι» (Όμ. Π 523) 2. καταπαύω, σταματώ «πίον τ ἀκέοντό τε δίψαν» (Όμ. Χ 2) 3. επιδιορθώνω, επισκευάζω «νῆας ἀκειόμενος» (Όμ. ξ 383) 4. επανορθώνω «ἀκέομαι ἀδίκημα» (Πλάτ. Πολιτ. 364c) 5. βρίσκω λύση …   Dictionary of Greek

  • οδύνη — η (ΑΜ ὀδύνη) ισχυρός ψυχικός πόνος, θλίψη (α. «γιατί κακά γιατρεύουσι τσ αγάπης την οδύνη», Ερωτόκρ. β. «ὅτι λύπη μοί ἐστι μεγάλη καὶ ἀδιάλειπτος ὀδύνη τῇ καρδίᾳ μου», ΚΔ) νεοελλ. φρ. «ψυχική οδύνη» (νομ.) περιορισμός τής ψυχικής δυναμικότητας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”